κατευθυντήρ

κατευθυντήρ
(-ήρος) ο
1) направляющий; 2) воен, автоматический прибор наведения

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κατευθυντήρ" в других словарях:

  • κατευθυντήρας — ο (Α κατευθυντήρ, ῆρος) [κατευθύνω] αυτός που κατευθύνει, που προσδιορίζει την πορεία, την κατεύθυνση ενός κινητού αντικειμένου νεοελλ. φρ. «κατευθυντήρας βολής» μηχανισμός με τον οποίο επιτυγχάνεται η ταυτόχρονη σκόπευση και πυροδότηση πολλών… …   Dictionary of Greek

  • κατευθυντήριος — α, ο (Α κατευθυντήριος, ία, ον) [κατευθυντήρ] νεοελλ. αυτός που κατευθύνει ή είναι κατάλληλος ή χρησιμεύει στο να καθορίζει την κατεύθυνση («η κυβέρνηση χάραξε τις κατευθυντήριες γραμμές τής οικονομικής πολιτικής») αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»